θορυβοποιός

θορυβοποιός
ός , ό[ν] 1. шумливый, шумный (о человеке); сеющий смуту;
2. (ο ) буян, скандалист; смутьян (разг )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "θορυβοποιός" в других словарях:

  • θορυβοποιός — making an uproar masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θορυβοποιός — ό (Α θορυβοποιός, όν) αυτός που κάνει θόρυβο, αυτός που δημιουργεί ταραχή, ταραχοποιός, ταραξίας νεοελλ. μτφ. αυτός που προκαλεί την προσοχή τού κοινού με επιδεικτικές φράσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < θόρυβος + ποιός (< ποιώ)] …   Dictionary of Greek

  • θορυβοποιός, ο — η 1. αυτός που κάνει φασαρία, προκαλεί αταξία: Αυτός ο μαθητής είναι ο μεγαλύτερος θορυβοποιός της τάξης. 2. αυτός που προξενεί θόρυβο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θορυβοποιόν — θορυβοποιός making an uproar masc/fem acc sg θορυβοποιός making an uproar neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • εμποδοστάτης — ἐμποδοστάτης, ο (Α) 1. αυτός που βρίσκεται ή παρεμβάλλεται μέσα στα πόδια άλλου, που αποτελεί εμπόδιο 2. θορυβοποιός, ταραξίας …   Dictionary of Greek

  • θορυβοποιώ — (Α θορυβοποιῶ, έω) [θορυβοποιός] θορυβώ, προκαλώ θόρυβο, προκαλώ σύγχυση ή ταραχή …   Dictionary of Greek

  • κτυπητής — κτυπητής, ὁ (Α [κτυπώ] αυτός που προκαλεί κρότο, που κάνει θόρυβο, θορυβοποιός …   Dictionary of Greek

  • λακέτας — λακέτας, ὁ (Α) (για τον τζίτζικα) αυτός που φωνάζει ηχηρά, δυνατά, φωνακλάς, θορυβοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λακ τού λάσκω (πρβλ. ἔ λακ ον) + έτας (πρβλ. δαμ έτας)] …   Dictionary of Greek

  • σαματατζής — ο, θηλ. σαματατζού, Ν 1. αυτός που προκαλεί θόρυβο, ο θορυβοποιός 2. αυτός που επιδιώκει φιλονικίες, καβγατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαματάς + κατάλ. τζής (πρβλ. πλακα τζής)] …   Dictionary of Greek

  • ανήσυχος — η, ο επίρρ. α, 1. ο ταραγμένος: Χθες τη νύχτα ο ύπνος του ήταν πολύ ανήσυχος. 2. ταραξίας, θορυβοποιός: Είναι παιδί πολύ ανήσυχο. 3. πολυάσχολος, πολυπράγμονος: Όλο με κάτι καταπιάνεται· είναι άνθρωπος ανήσυχος. 4. φοβισμένος, σε αγωνία: Δεν πήρε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»